Skip to main content

Η HRV ΒΙΟΑΝΑΔΡΑΣΗ ΒΟΗΘΑ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

    Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Applied Psychophysiology and Biofeedback, βρήκε ότι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ανταποκρίνονται θετικά σε βιοανάδραση HRV (Heart Rate Variability Biofeedback) και ασκήσεις αναπνοής.   Είναι βέβαια ήδη τεκμηριωμένο ότι η διακύμανση του καρδιακού ρυθμού κατά τη διάρκεια της αναπνοής (δηλαδή η αναπνευστική φλεβοκομβική αρρυθμία – respiratory sinus arrhythmia) σχετίζεται έντονα με κινδύνους καρδιακών προβλημάτων και είναι ιδιαίτερα ενδεικτική σε καταλήξεις προβλημάτων υγείας συνδεδεμένων με οξέα καρδιακά προβλήματα – μικρότερη διακύμανση είναι ενδεικτική αυξημένου κινδύνου κακών εκβάσεων. Η μειωμένη διακύμανση καρδιακού ρυθμού κατά τη διάρκεια της αναπνοής είναι γενικά αποτέλεσμα ανισορροπίας του αυτονόμου νευρικού συστήματος και ειδικότερα υπερβολικής δραστηριότητας του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Η καρδιακή ανεπάρκεια σχετίζεται έντονα με την υπερδραστηριότητα του συμπαθητικού και τη μειωμένη διακύμανση του καρδιακού ρυθμού. Οι συγγραφείς της μελέτης ανέφεραν και προηγούμενες εργασίες οι οποίες είχαν εισηγηθεί ότι η ανισορροπία του αυτονόμου νευρικού συστήματος είναι ενδεικτική της προόδου της καρδιακής ανεπάρκειας.   Η διακύμανση του καρδιακού ρυθμού γενικά θεωρείται μέτρο του τόνου του αυτονόμου νευρικού συστήματος και της καρδιαγγειακής προσαρμοστικότητας σε ποικίλες απαιτήσεις – προσαρμοστικότητα είναι σημάδι ευρωστίας και έλλειψη προσαρμοστικότητας το αντίθετο. Παρόμοια, η εξάσκηση αντοχής είναι μέτρο της ικανότητας του ανθρωπίνου οργανισμού να προσαρμοστεί σε αυξημένο φόρτο εργασίας στην καρδιο-αναπνευστική επίδοση. Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που έλαβαν εξάσκηση HRV βιοανάδρασης ταυτόχρονα με εξάσκηση αναπνοής για έξι εβδομάδες, αύξησαν την αντοχή τους σε σχέση με μια ομάδα ελέγχου που έλαβαν εικονική εξάσκηση έξι εβδομάδων ενός προγράμματος άλφα θήτα ηλεκτροεγκεφαλικής βιοανάδρασης που είχε από πριν δείξει ότι δεν προκαλεί καρδιαγγειακές επιδράσεις. Και οι δύο ομάδες έλαβαν ίση χρονικά εξάσκηση μια φορά την εβδομάδα για έξι εβδομάδες και τους είχε ζητηθεί να επαναλάβουν την εξάσκηση τους και στο σπίτι για 20 λεπτά την ημέρα. Η εξάσκηση στη διακύμανση του καρδιακού ρυθμού και της αναπνοής περιελάμβανε βαθύτερες αναπνοές με τέτοιο τρόπο που να αυξάνει τη διακύμανση του καρδιακού ρυθμού (ο οποίος απεικονιζόταν με μια ειδική ιατρική συσκευή). Οι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν επίσης παρόμοια συσκευή και στο σπίτι. Η βελτίωση περιορίστηκε στους συμμετέχοντες εκείνους που επέδειξαν σχετικά ψηλότερο (μεγαλύτερη από 30%) κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) – το κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας είναι ο αποδεκτός δείκτης της σοβαρότητας της καρδιακής νόσου, μεγαλύτερο LVEF είναι ενδεικτικό μικρότερης σοβαρότητας. Το 50% των συμμετεχόντων στην πρώτη ομάδα με ψηλότερο LVEF έδειξε στατιστικά σημαντικές αυξήσεις στην εξάσκηση αντοχής. Συμπληρωματικά, οι συμμετέχοντες με ψηλότερο LVEF κατέδειξαν αυξητική τάση στη διακύμανση καρδιακού ρυθμού κατά τη διάρκεια της περιόδου υπό μελέτη. Η βελτίωση στην εξάσκηση αντοχής και στη διακύμανση καρδιακού ρυθμού ήταν περιορισμένη στους ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια.   Παρόλο που η μελέτη αυτή δεν είναι η πρώτη του είδους, είναι όμως σημαντική επειδή εστιάζει στο φαινόμενο της διακύμανσης καρδιακού ρυθμού στο σωστό του φυσιολογικό πλαίσιο, δηλαδή σαν βιολογικό δείκτη της καρδιο-αγγειο-αναπνευστικής ακεραιότητας.